Πρώτος ο Έλληνας Ιατρός – Ανατόμος Ηρώφιλος από την Αίγυπτο ανακάλυψε ένα μικρό, μεγέθους κάστανου, όργανο που περιέβαλε την ουρήθρα, ακριβώς μπροστά από την ουροδόχο κύστη. Αυτός ήταν και ο λόγος που ονομάστηκε Προστάτης (προΐσταται: στέκεται, βρίσκεται μπροστά από κάποιον άλλο στη σειρά και όχι να … προστατεύει κάτι όπως κάποιοι πιστεύουν).
Ενώ κατά τη γέννηση του άνδρα, ο Προστάτης ζυγίζει μόνο λίγα γραμμάρια, κατά την εφηβεία, και κάτω από την επίδραση των ορμονών, αυξάνεται σε μέγεθος και φτάνει τα 20 γραμμάρια, όσο και σε έναν ενήλικα. Το βάρος αυτό παραμένει σταθερό για 20 – 25 χρόνια περίπου, οπότε κατά τη διάρκεια της 5ης δεκαετίας αρχίζει να αυξάνει όχι μόνο σε βάρος αλλά και σε όγκο. Η αύξηση αυτή αφορά διάχυτα όλον τον Προστάτη αδένα, όταν όμως αφορά πιο ειδικά την περιοχή γύρω από την ουρήθρα, τη μεταβατική ζώνη του αδένα, τότε έχουμε σαν άμεσο αποτέλεσμα την εμφάνιση δυσουρικών ενοχλημάτων.
Κάποιες λίγες φορές είναι δυνατόν η Υπερπλασία να είναι μικροσκοπικού χαρακτήρα και να μην καταλήγει σε σημαντικές ενοχλήσεις. Δυστυχώς όμως στη μεγάλη πλειοψηφία των ανδρών, η αυξητική αυτή διαδικασία του αδένα Προστάτη εξελίσσεται πιέζοντας τον υπόλοιπο προστατικό ιστό αλλά το σημαντικότερο, πιέζοντας την ουρήθρα σε τέτοιο βαθμό που ο άρρωστος να έχει τέτοια δυσουρικά ενοχλήματα μέχρι και να οδηγηθεί σε Επίσχεση Ούρων (να μη μπορεί να ουρήσει ενώ έχει εντονότατη επιθυμία για ούρηση).
Η πάθηση αυτή είναι γνωστή ως Υπερπλασία Προστάτη ή Υπερτροφία του Προστάτη ή αδένωμα του Προστάτη.
Μία ούρηση για να είναι φυσιολογική πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά: Να είναι ελεγχόμενη, να αρχίζει με τη βούληση του ατόμου χωρίς καθυστέρηση, να μη διακόπτεται, να συνεχίζει χωρίς δυσκολία ή πόνο και μετά το τέλος της ούρησης να μη μένουν ούρα στην ουροδόχο κύστη.
Η ουροδόχος κύστη έχει να επιτελέσει τα εξής έργα: 1ο) την αποθήκευση και 2ο) την αποβολή των ούρων. Η ουροδόχος κύστη είναι αυτή που δέχεται τις άμεσες συνέπειες της υπερπλασίας του αδένα λόγω του ότι η ουρήθρα περνά μέσα από αυτόν.
Με τη διόγκωση του Προστάτη το πέρασμα των ούρων από μια ουρήθρα που ‘’στενεύει‘’ προοδευτικά γίνεται όλο και πιο δυσχερές. Για το λόγο αυτό η oυρ. κύστη οδηγείται σε υπερτροφία του τοιχώματός της, ούτως ώστε να μπορεί πιο αποτελεσματικά να αποβάλλει τα ούρα που περιέχει. Έτσι καταφέρνει και επιτελεί το έργο της με κάποια δυσκολία (συχνοουρία, κάψιμο κατά την ούρηση, νυχτουρία και δυσκολία κατά την ούρηση) και με συμπτώματα, όπως αυτά που προανέφερα και που είναι κάποια από τα αρχικά συμπτώματα του προστάτη.
Όταν η διόγκωση θα προχωρήσει και η ουρήθρα θα ‘’κλείσει‘’ από τον όγκο του προστάτη, τότε η συχνοουρία θα γίνει πιο έντονη, ο ασθενής θα σηκώνεται για ούρηση 2, 3 και 4 φορές για να ουρήσει το βράδυ –και όχι ότι πάει να ουρήσει γιατί σηκώθηκε ή γιατί πίνει πολλά νερά- μέχρι να οδηγηθεί σε μια κατάσταση ακράτειας, δηλαδή ατελούς επίσχεσης των ούρων.
Άλλες πάλι φορές ο ασθενής οδηγείται σε πλήρη απόφραξη και τότε η λύση είναι ο καθετήρας που παροχετεύει τα ούρα από την κύστη, δηλαδή έχουμε ‘’Τέλεια Επίσχεση Ούρων’’.
Πρέπει να κάνουμε όμως ένα διαχωρισμό ανάμεσα στην τέλεια επίσχεση των ούρων και στην κατάσταση εκείνη όπου η ουροδόχος κύστη παρουσιάζει υπόλειμμα ούρων μετά την ούρηση και συνοδεύεται από πόνο στο υπογάστριο, αλλά και αίσθημα συνεχούς πλήρωσης της ουροδόχου κύστης. Η κατάσταση αυτή δυστυχώς δεν αξιολογείται ως σημαντική από τον άρρωστο και γι’ αυτό σταδιακά μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε νεφρική ανεπάρκεια.
Μπορούμε να φέρουμε το παράδειγμα μιας βρύσης που στάζει και βάζουμε κάποιο δοχείο για να πέφτουν παντού νερά. Αν το δοχείο είναι τελείως άδειο, τότε το πρωί το δοχείο θα είναι μέχρι επάνω γεμάτο και δε θα έχει χυθεί καθόλου νερό κάτω στο πάτωμα. Αν όμως το δοχείο το τοποθετήσουμε μισογεμάτο, τότε στο μέσον της νύχτας το δοχείο θα γεμίσει και το νερό θα χυθεί. Αν τοποθετήσουμε το δοχείο γεμάτο κατά τα 2/3, τότε πολύ πιο γρήγορα θα γεμίσει και θα αρχίσει να ξεχειλίζει. Έτσι εξηγείται πολύ απλά με το παράδειγμα αυτό τόσο γιατί σηκώνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας ο Προστατικός ασθενής, όσο και η συχνοουρία.
Η αντιμετώπιση των Προστατικών ενοχλημάτων, τουλάχιστον στην αρχή μπορεί να είναι Φαρμακευτική. Τα φάρμακα έχουν σαν στόχο όχι την θεραπεία, αλλά την ανακούφιση από τα συμπτώματα. Η διαφορά από τις άλλες διάφορες θεραπείες είναι ότι η Φαρμακευτική αγωγή που θα δοθεί για τον Προστάτη θα πρέπει να είναι συνεχής, χωρίς διακοπή, μέχρι ο ασθενής να πάρει απόφαση να χειρουργηθεί. Όσον αφορά το Χειρουργείο και το πότε θα γίνει αυτό θα εξαρτηθεί από κάποιες ενδείξεις, όπως:
- Οξεία ή Χρόνια Επίσχεση Ούρων
- Υποτροπιάζουσες Ουρολοιμώξεις
- Έντονα και Επίμονα Δυσουρικά Ενοχλήματα
- Λιθίαση Ουροδόχου Κύστης
- Εκκολπώματα Ουροδόχου Κύστης
- Ουρητηρουδρονέφρωση με ή χωρίς Επηρεασμένη Νεφρική Λειτουργία
- Αποτυχημένη Φαρμακευτική Αγωγή
Όσον αφορά για το πια θα είναι η μέθοδος που θα ακολουθηθεί, αν δηλαδή θα γίνει Διακυστική (‘’με … τομή’’) Προστατεκτομή ή αν θα υποβληθεί σε Διουρηθρική αφαίρεση του Προστάτη, αυτό είναι μια απόφαση του Χειρουργού Ουρολόγου και μόνο. Η καλύτερη μέθοδος είναι αυτή που ‘’ταιριάζει’’ καλύτερα στο μέγεθος του Προστάτη. Όπως και να αφαιρεθεί ο προστάτης, το αποτέλεσμα είναι εξίσου ικανοποιητικό και εξαρτάται από την ικανότητα και κατάρτιση του ιατρού.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι όλοι οι χειρουργημένοι ασθενείς από προστάτη θα πρέπει, άσχετα με το γεγονός ότι χειρουργήθηκαν, να υποβάλλονται τουλάχιστον μια φορά το χρόνο σε εξέταση αίματος για τον προστάτη στο γνωστό σε όλους PSA και απαραίτητα σε Δακτυλική εξέταση σαν προληπτικό έλεγχο για τον καρκίνο του Προστάτη.
Κάθε άνδρας μετά τα 45 του χρόνια οφείλει να επισκέπτεται τον Ουρολόγο του για να υποβάλλεται σε εξέταση του Προστάτη. Ο ασθενής θα πρέπει να υποβάλλεται σε εξετάσεις είτε έχει ενοχλήσεις είτε όχι. Ενώ ο ασθενής που έχει προβλήματα δυσουρίας λόγω του προστάτη του, συχνουρία, καύσο ή πόνο κατά την ούρηση, δυσουρία, νυχτουρία και άλλα, ο ασθενής που έχει καρκίνο του προστάτη δεν έχει προβλήματα με την ούρησή του. Αλλά και για πολύ καιρό ο όγκος μπορεί να υπάρχει μέσα στον προστάτη χωρίς συμπτώματα και αυτή ακριβώς η συμπεριφορά του όγκου είναι που μας δίνει τη δυνατότητα θεραπείας του αν δράσουμε έγκαιρα.
Οι βασικές εξετάσεις για τον Προστάτη είναι:
Δακτυλική εξέταση: Είναι η εξέταση κατά την οποία ο Ουρολόγος με το δείκτη του ψηλαφά, διαμέσου του ορθού, του προστάτη, εκτιμώντας την παρουσία τυχόν Σκληρίας και συγκρίνοντας με το PSA και το υπόλοιπο ιστορικό.
Το PSA είναι μια πρωτεΐνη που παράγεται από τα κύτταρα του προστάτη. Δεν είναι πάντα μια υψηλή τιμή PSA απόδειξη όγκου ύπαρξης στον προστάτη. Το PSA μπορεί να αυξηθεί και σε περιπτώσεις φλεγμονής – ουρολοίμωξης του προστάτη, μετά από τραύμα του προστάτη ή μετά από σεξουαλική επαφή.
Το διορθικό υπερηχογράφημα με το οποίο μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα τον Προστάτη αλλά και να εντοπίσουμε τυχόν εστίες ύποπτες περιοχές.
Όταν ο Ουρολόγος κρίνει ότι πρέπει να προβεί σε Βιοψία του Προστάτη, αυτό γίνεται γιατί ο γιατρός ψηλαφά με τη δακτυλική εξέταση κάποια Σκληρία Προστάτη. Κάποιες φορές πάλι υπάρχει άνοδος σταδιακή και σταθερή του PSA, το οποίο δεν υποχωρεί με τη λήψη αντιβίωσης.
Ο ασθενής θα πρέπει να προετοιμασθεί με τη λήψη αντιβίωσης πριν την επεμβατική εξέταση αυτή αλλά και να υποβληθεί σε χαμηλό υποκλυσμό. Απαραίτητο είναι να είναι νηστικός γιατί η εξέταση καλό είναι να γίνεται με μέθη για την αποφυγή δυσάρεστων εμπειριών.
Όλα τα ανωτέρω προϋποθέτουν εισαγωγή στην κλινική. Η εξέταση θα γίνει με τη χρήση ειδικού Διορθικού υπερηχογράφου για κατευθυνόμενη Βιοψία με τη χρήση ειδικής βελόνης που εισάγεται στην κεφαλή του υπερηχογράφου με την οποία γίνεται η εξέταση και με την οποία λαμβάνουμε μικρά κομμάτια από τον προστάτη αδένα. Για να γίνει αυτό, η κεφαλή του διορθικού υπερηχογράφου εισάγεται, αφού κοιμηθεί ο ασθενής, στο ορθό για 2 – 3 εκ. Οι βιοψίες που λαμβάνονται αποστέλλονται για ιστολογική εξέταση. Όταν ο ασθενής θα ανανήψει από τη μέθη, θα μείνει για 2 ώρες στην κλινική και σε 2 – 3 ώρες θα πάρει εξιτήριο από την κλινική. Σπάνια μπορεί να υπάρχει επιπλοκή όπως εντερορραγία, πυρετός ή αιμοσπερμία, τα οποία αντιμετωπίζονται κατάλληλα.
Απαραίτητες προφυλάξεις για την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων είναι η αποφυγή ή αντικατάσταση φαρμάκων τα οποία τυχόν λαμβάνει ο ασθενής, όπως: Sintrom, Plavix, Salospir, Varfarine, Ticlid, φάρμακα τα οποία μπορεί να κάνουν αιμορραγίες, γι’ αυτό και ο Ουρολόγος θα φροντίσει να τα αντικαταστήσει πολλές μέρες πριν να κάνει τη βιοψία.