Το εκκόλπωμα της ουροδόχου κύστης είναι μια πρόπτωση του βλεννογόνου – της εσωτερικής στοιβάδας – που προβάλει ανάμεσα από τις μυϊκές ίνες του εξωστήρα μυός. [βλέπε εικόνα 1δ]
Το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης αποτελείται από τρία στρώματα. Το εσωτερικό στρώμα, που είναι ο βλεννογόνος της ουρ. κύστης, το χόριο που είναι το ενδιάμεσο στρώμα και ο εξωστήρας μυς. Αυτός συσπάται και αποβάλει το περιεχόμενο της ουροδόχου κύστης, δηλαδή τα ούρα.
Ποια είναι η φύση του εμποδίου – αιτίας για την δημιουργία του προβλήματος ;
Τα ούρα αποβάλλονται μέσω του αυχένα της ουρ. κύστης, του προστάτη και της ουρήθρας. Καθώς ο άνδρας μεγαλώνει, υπερπλάθεται ο προστάτης του προκαλόντας στένεψη στην έξοδο-δίοδο των ούρων. Κάποιες άλλες φορές η υπερπλασία του προστάτη αφορά μόνο το αρχικό τμήμα του δηλαδή τον αυχένα της ουρ. κύστης και άλλες φορές αφορά όλο τον προστάτη. Καθώς ο προστάτης μεγαλώνει – διογκώνεται – η έξοδος των ούρων γίνεται ολοένα και δυσκολότερη. Ο εξωστήρας μυς έχει μεγαλύτερο και δυσκολότερο έργο και γι’ αυτό υπερπλάθεται.
Γιατί δημιουργείται το εκκόλπωμα ;
Η ουροδόχος κύστη είναι φτιαγμένη για να αποθηκεύει τα ούρα που μόλις φτάσουν σε μια ικανή ποσότητα θα πρέπει να τα αποβάλει. Συσπάται λοιπόν ο εξωστήρας μυς και πιέζει το περιεχόμενό της – τα ούρα – τα οποία αποβάλλονται μέσω του αυχένα της ουροδούχου κύστης, του προστάτη και της ουρήθρας. Αν τώρα υπάρχει εμπόδιο κατά την αποβολή των ούρων τότε ο εξωστήρας μυς σταδιακά γίνεται πιο δυνατός, πιέζει πιο πολύ, υπερπλάθοντας της μυϊκές του ίνες, οι οποίες πλέον αποκαλούνται ‘’ δοκίδες’’. [βλέπε εικόνα 2]
Το πρόβλημα εμφανίζεται γιατί ο βλεννογόνος μένει χωρίς την σταθερή και ομοιόμορφα ταξινομημένη υποστήριξη του μυϊκού στρώματος που στην ουσία σαν πλέγμα τον στηρίζει. Καθώς το μυϊκό στρώμα υπερπλάθεται, υπερπλάθονται οι μυϊκές του ίνες που γίνονται πλέον δοκίδες – δοκάρια. Ο βλεννογόνος ανάμεσα στις δοκίδες δέχεται τις ολοένα αυξανόμενες πιέσεις που ασκεί ο εξωστήρας μυς για να αποβληθούν τα ούρα μέσω της φυσικής τους οδού (αυχένας, προστάτης και ουρήθρα) , και αρχίζει να προσπίπτει ανάμεσα από τις δοκίδες εκεί δηλαδή που το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης είναι πιο ευένδοτο και εκεί μπορεί να υποχωρίσει. [βλέπε εικόνα 2] Στην αρχή σχηματίζεται μια ρηχή κοιλότητα και μιλάμε για ψευδοεκκολπώματα που εφ’ όσον όμως το πρόβλημα συνεχίζεται τότε καταλήγουμε να μιλάμε για εκκόλπωμα. [βλέπε εικόνα 3]
Το εκκόλπωμα είναι μια κατάσταση ανώδυνη. Ο ασθενής το έχει αλλά δεν το γνωρίζει. Θα το πληροφορηθεί πηγαίνοντας στον Ουρολόγο είτε για έναν έλεγχο του προστάτη είτε λόγω συνεχών – υποτροπιαζόντων ουρολοιμώξεων και αφού προηγηθούν πολλές θεραπείες με αντιβιώσεις που επιμένουν και δεν θεραπεύονται.
Η ουροδόχος κύστη είναι μια κοιλότητα που περιέχει τα ούρα. Η κοιλότητα αυτή αδειάζει γιατί περιβάλλεται και πιέζεται από τον εξωστήρα μυ, το μυϊκό στρώμα της. Το εκκόλπωμα είναι σαφώς μια κοιλότητα που όμως περιβάλλεται μόνο από βλεννογόνο που έχει εξοκείλει ανάμεσα από το μυϊκό στρώμα. Άρα το περιεχόμενό του – ούρα – δεν μπορεί να πιεστεί από κάποια δύναμη και μένει συνεχώς γεμάτο. Σε μια ουρολοίμωξη το περιεχόμενο αυτό θα αποτελέσει μια συνεχή εστία όπου θα κρατά μικρόβια και συνεχώς θα αποτελεί μια αιτία από την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να απαλλαγεί απ’ αυτήν. Η συνεχής λήψη αντιβίωσης θα έχει σαν αποτέλεσμα την κακή χρήση αντιβίωσης και έτσι τα μικρόβια να αποκτήσουν ανθεκτικότητα. Η λύση δεν είναι οι αντιβιώσεις αλλά η εξάλειψη της αιτίας της δημιουργίας του εκκολπώματος.
Όλο αυτό θα είχε αποφευχθεί αν ο ασθενής συνήθιζε να επισκέπτεται τον Ουρολόγο του μια φορά τον χρόνο κάθε χρόνο προληπτικά. Επίσης πολύ βασικό να ξέρουμε ότι μια ουρολοίμωξη που δεν υποχωρεί έχει πάντα κάποια αιτία. Πρέπει να βρεθεί η αιτία και όχι να καταφεύγουμε στην λήψη αντιβίωσης,