Γνωστό σαν Σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας είναι αυτή η ασθένεια που προκαλείται από τον ιό HIV. Ο ιός όταν εισέλθει στον οργανισμό προσβάλει τα λευκά κύτταρα του οργανισμού που είναι υπεύθυνα για την άμυνά του και συγκεκριμένα τα T4 λεμφοκύτταρα.
Μετά την προσβολή τους από τον ιό τα κύτταρα αυτά καταστρέφονται. Έτσι ο οργανισμός έχει μειωμένη αντίσταση απέναντι στους διάφορους εισβολείς μικρόβια ή ιούς. Με τη μόλυνση του ατόμου από τον ιό HIV, παράγονται από τον οργανισμό αντισώματα. Τα αντισώματα αυτά δυστυχώς, δε μπορούν να προστατεύσουν τον οργανισμό.
Το άτομο που έχει προσβληθεί από τον ιό θα εκδηλώσει την ασθένεια συνήθως μετά από διάστημα αρκετών χρόνων, 10 – 15 χρόνια συνήθως. Το διάστημα αυτό λέμε ότι ο ασθενής είναι οροθετικός, φέρει τον ιό αλλά δεν παρουσιάζει συμπτώματα της νόσου. Υπάρχουν όμως ασθενείς που θα εκδηλώσουν τα συμπτώματα μέσα σε διάστημα λίγων μόνο εβδομάδων μετά την προσβολή τους από τον ιό. Συμπτώματα όπως πονόλαιμο, κόπωση, πυρέτιο, αλλά και διόγκωση κάποιων λεμφαδένων.
Οι περισσότεροι ασθενείς θα παρουσιάσουν συμπτώματα κάποια χρόνια μετά, όπως είπαμε πριν και τότε αυτά μπορεί να είναι διάρροιες, έντονη καθημερινή κόπωση, πυρετός, απώλεια βάρους αλλά και διάφορες λοιμώξεις.
Ο ιός μεταδίδεται κυρίως μέσω της επαφής με μολυσμένο αίμα, έτσι η χρήση κοινής σύριγγας σε άτομα που κάνουν χρήση ναρκωτικών εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην πρακτική του βελονισμού και δεν έχει υπάρξει αποστείρωση ή εργαλεία και βελόνες που χρησιμοποιούνται για τατουάζ πλημμελώς αποστειρωμένα. Κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, μέσω του σπέρματος ή μέσω των κολπικών υγρών. Επίσης, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης από τη μητέρα στο έμβρυο ή κατά τη γέννα ή μέσω του θηλασμού.
Παρά τη μεγάλη προσπάθεια που γίνεται παγκοσμίως, δυστυχώς δεν έχει βρεθεί κάποιο εμβόλιο που θα μπορούσε να προστατέψει αποτελεσματικά από τη νόσο. Έτσι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος παραμένει η πρόληψη. Η χρήση προφυλακτικού είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος άμυνας απέναντι στη νόσο.
Σεξουαλικό μεταδιδόμενο νόσημα. Οφείλεται στο μικρόβιο Neisseria Gonorrhoeae και μπορεί να μεταδοθεί από τον ένα σύντροφο στον άλλο και να εντοπισθεί σε διάφορα όργανα ανάλογα με το είδος της σεξουαλικής επαφής (στην ουρήθρα, στον κόλπο, στη στοματική κοιλότητα ή φάρυγγα κλπ.).
Τα άτομα που έχουν μολυνθεί από το μικρόβιο δεν παρουσιάζουν πάντα συμπτώματα και δεν εκδηλώνουν την ασθένεια παρ’ όλο που είναι φορείς. Τα συμπτώματα θα παρουσιασθούν συνήθως 8 – 10 μέρες μετά την επαφή και προσβολή από το μικρόβιο.
Στους άνδρες το κυρίαρχο σύμπτωμα είναι κοκκινίλα και φαγούρα στο στόμιο της ουρήθρας του πέους, αλλά και επώδυνη ούρηση που συνοδεύεται με συχνουρία. Τις περισσότερες φορές όμως το πέος κυριολεκτικά ‘’στάζει‘’ ένα γαλακτερό υγρό το οποίο λερώνει το εσώρουχο και αφήνει ένα κίτρινο λεκέ. Εάν δε γίνει έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση σ’ αυτό το στάδιο τότε μπορεί να εξελιχθεί σε προστατίτιδα ακόμη και ορχεοεπιδιδυμίτιδα.
Οι γυναίκες που προσβάλλονται από το μικρόβιο νοσούν από ουρηθρίτιδα ή φλεγμονή στον κόλπο στις σάλπιγγες, αλλά και πρωκτίτιδα ή ακόμη και φαρυγγίτιδα.
Μπορεί να προσβληθεί το έμβρυο στις γυναίκες που κατά την εγκυμοσύνη προσβάλλονται ή στο νεογέννητο τη στιγμή της γέννας και να νοσήσει από γονοκοκκική οφθαλμίτιδα. Ο ερεθισμός των οφθαλμών ή των βλεφαρίδων ή ακόμη πυώδεις εκκρίσεις από τους οφθαλμούς αντιμετωπίζεται με θεραπεία .
Η διάγνωση της νόσου γίνεται εύκολα κάνοντας αναζήτηση του μικροβίου στις εκκρίσεις με εξέταση και καλλιέργεια.
Η θεραπεία γίνεται εύκολα και αποτελεσματικά με τη χρήση αντιβιοτικών. Η πιο αποτελεσματική θεραπεία είναι η χρήση του προφυλακτικού.
Η ασθένεια αυτή αφορά τις γυναίκες κάθε ηλικίας. Η κυρίαρχη αιτία μπορεί να είναι η συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων.
Όταν δύο νέοι άνθρωποι συνευρίσκονται για πρώτη φορά τότε γίνεται μια »βίαιη» ανακατάταξη στη μικροβιακή χλωρίδα των γεννητικών οργάνων των συντρόφων και αυτό μπορεί να προκαλέσει κολπίτιδα ή ακόμη και ουρολοιμώξεις. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή κατά την επαφή ούτως ώστε να μη γίνεται μεταφορά, από την περιπρωκτική χώρα, μικροβίων προς τον κόλπο ή την ουρήθρα.
Άλλες πάλι φορές κολπίτιδα μπορεί να εμφανισθεί και σε γυναίκες που δεν έχουν κάνει ποτέ τους σεξ. Σ’ αυτήν την περίπτωση η προσοχή μας θα πρέπει να στραφεί στον τρόπο που γίνεται η καθαριότητα, το σκούπισμα δηλαδή, μετά την τουαλέτα. Ο λάθος τρόπος σκουπίσματος μέσα από τα πόδια ευθύνεται για τη μεταφορά μικροβίων.
Τα συμπτώματα μπορεί να είναι τσούξιμο, φαγούρα, πόνος ή καύσο κατά την ούρηση, αλλά και αυξημένη έκκριση κολπικών υγρών που συχνά συνοδεύονται από έντονη κακοσμία.
Ένας συχνός αιτιολογικός παράγοντας της κολπίτιδας είναι η Τριχομονάδα. Το παράσιτο αυτό ζει και παράγεται στον κόλπο ή ακόμη και στην ουρήθρα.
Αν ο παράγοντας που προκαλεί την κολπίτιδα είναι η Τριχομονάδα τότε εκτός από τα ανωτέρω συμπτώματα θα έχουμε και κιτρινωπά υγρά με έντονη φαγούρα.
Οι άνδρες μπορεί να εμφανίσουν μόλυνση από Τριχομονάδες όταν μολυνθούν από τη διείσδυση στον κόλπο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι τσούξιμο ή πόνος στην ουρήθρα, κατά την ούρηση αλλά και ερεθισμός της βαλάνου.
Το Ουρεόπλασμα και το Μυκόπλασμα είναι μικροοργανισμοί που μπορούν να επιμολύνουν τον οργανισμό έχοντας σαν συνηθέστερη πύλη εισόδου τα γεννητικά όργανα, ουρήθρα ή κόλπο.
Κύριος τρόπος μετάδοσης θεωρείται η σεξουαλική επαφή, αλλά και αντικείμενα που ήρθαν σε επαφή με την ουρήθρα ή τον κόλπο και στα οποία δεν είχαν τηρηθεί σχολαστικά οι κανόνες υγιεινής. Επίσης, τα βρέφη κατά τον τοκετό μπορεί να επιμολυνθούν, αν και οι περισσότεροι ειδικοί υποστηρίζουν ότι είναι πολύ μικρές οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο.
Οι μικροοργανισμοί αυτοί μπορούν να υπάρχουν μέσα στον οργανισμό μας χωρίς να προκαλούν συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα απλά συμβιώνοντας. Κάποιες φορές όμως μπορεί να προκαλέσουν κάποια ήπια συμπτώματα και τότε αυτά είναι ουρηθρίτιδα στους άνδρες ή κολπίτιδα και τραχηλίτιδα στις γυναίκες. Άλλες φορές πάλι καταστάσεις, όπως αποβολή σε έγκυες γυναίκες έχει ενοχοποιήσει το ουρεόπλασμα.
Ο τρόπος με τον οποίο εντοπίζονται είναι πολύ εύκολος φτάνει να γίνει η αναζήτηση τους στα ούρα στο σπέρμα ή στο κολπικό υγρό.
Η καλύτερη θεραπεία στα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα είναι πάντα ή πρόληψη που επιτυγχάνεται με την χρήση προφυλακτικού αλλιώς η λύση είναι θεραπεία με αντιβιοτικά και από τους δύο συντρόφους. Μετά την θεραπεία με τα αντιβιοτικά μια εγκυμοσύνη θεωρείται πολύ πιθανή εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι αποτρεπτικοί παράγοντες και αν η αιτία ήταν αυτά τα μικρόβια.
Ο όρος Χλαμύδια περιλαμβάνει όχι ένα μικρόβιο αλλά τρία. Ο κύριος αντιπρόσωπος τους είναι τα Χλαμύδια Trachomatis μπορούν να μολύνουν και τα δύο φύλλα. Ως ακόμη ένα σεξουαλικό μεταδιδόμενο νόσημα ζει στα κύτταρα του οργανισμού.
Όταν δημιουργεί συμπτώματα στον άνδρα τότε αυτά είναι καύσο κατά την ούρηση, αλλά και εκκρίσεις από την ουρήθρα. Στις γυναίκες ενοχλήσεις στον κόλπο, κάψιμο αλλά και αυξημένες κολπικές εκκρίσεις. Τα πιο σοβαρά προβλήματα που μπορεί όμως να δημιουργήσει είναι υπογονιμότητα στους άνδρες και στις έγκυες γυναίκες αποβολή ή πρόωρο τοκετό. Και στη μόλυνση από Χλαμύδια η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών δεν έχει συμπτώματα και κυρίως είναι τυχαίο εύρημα όταν αναζητηθεί από το γιατρό.
Η μη χρήση προφυλακτικού και η εναλλαγή πολλών ερωτικών συντρόφων θεωρούνται οι πιο συνηθισμένες αιτίες μόλυνσης.
Το μικρόβιο που προκαλεί την σύφιλη είναι το Treponema Pallidum. Η μετάδοσή του γίνεται είτε με τη σεξουαλική επαφή είτε μέσω του πλακούντα κατά την εγκυμοσύνη στο έμβρυο.
Η νόσος χαρακτηρίζεται από διαφορετικά συμπτώματα αναλόγως στο στάδιο που βρίσκεται. Στην πρωτογενή σύφιλη είναι χαρακτηριστικό το ανώδυνο έλκος που παρουσιάζεται στο σημείο εισόδου περίπου 20 μέρες μετά τη μόλυνση κατά την επαφή. Αυτή η βλάβη θα επουλωθεί και θα χαθεί περίπου 1 1/2 μήνα μετά.
Στη συνέχεια ο ασθενής κατά τη δευτερογενή σύφιλη θα παρουσιάσει ένα γενικευμένο εξάνθημα στο σώμα ή στα πέλματα και στις παλάμες. Μπορεί να παρουσιάσει συμπτώματα γρίπης, αλλά και διόγκωση των λεμφαδένων και όλο αυτό μπορεί να κρατήσει μέχρι και μήνες. Στον πρωκτό ή στα γεννητικά όργανα μπορεί να εμφανισθεί σαν πεπλατυσμένο κονδύλωμα.
Ακολουθεί η λανθάνουσα σύφιλη που αρχίζει περίπου ένα χρόνο μετά την πρωτογενή σύφιλη και μπορεί να κρατήσει έως και 4 – 5 χρόνια.
Στη συνέχεια ακολουθεί η τριτογενής σύφιλη που προσβάλει το κεντρικό νευρικό σύστημα ή το καρδιαγγειακό σύστημα.
Η αποτελεσματική θεραπεία της σύφιλης περιλαμβάνει τη χρήση αντιβιοτικών με φάρμακο εκλογής την πενικιλίνη ή τη δοξυκυκλίνη.